βρυσίσιος, -ια, -ιο

βρυσίσιος, -ια, -ιο
αυτός που προέρχεται από βρύση: Βρυσίσιο νερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρυσικός — ή, ό βρυσίσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”